- διερευνητής
- ο (Α διερευνητής) [διερευνώ]σχολαστικός ερευνητής ή μελετητήςαρχ.κατάσκοπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διερευνητής — ο θηλ. τρια αυτός που εξετάζει, ερευνά προσεχτικά κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διερευνηταί — διερευνητής scout masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερευνητάς — διερευνητά̱ς , διερευνητής scout masc acc pl διερευνητά̱ς , διερευνητής scout masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλυτής — ο θηλ. τρια αυτός που κάνει την ανάλυση, ο διερευνητής: Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν ειδικούς αναλυτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)